- εξαποτίνω
- ἐξαποτίνω (Α)ικανοποιώ πλήρως, καταπραΰνω, κατευνάζω («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-τίνω «πληρώνω, δίνω ικανοποίηση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαποτίνοις — ἐξαποτίνω satisfy in full pres opt act 2nd sg ἐξαποτί̱νοις , ἐξαποτίνω satisfy in full pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποτῖσαι — ἐξαποτίνω satisfy in full aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)